ξεθρακίζω
Смотреть что такое "ξεθρακίζω" в других словарях:
ξεθρακίζω — και ξεθρακιάζω και ξεθρακουνιάζω ανακατεύω τα κάρβουνα για να έλθουν στην επιφάνεια εκείνα που βρίσκονται στη στάχτη για να δυναμώσει η φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + θράκα] … Dictionary of Greek
ξεθράκισμα — και ξεθράκιασμα, το [ξεθρακίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθρακίζω, ανασκάλεμα τής φωτιάς για ενδυνάμωσή της … Dictionary of Greek
ξεθρακουνιάζω — βλ. ξεθρακίζω … Dictionary of Greek